Some of the most insightful political analysts believe that the chances for an American president’s re-election can be determined by examining three key indicators: job, approval, unemployment and GDP growth. If these three elements are calculated, then the election outcome is clear.
According to this theory, and after examining data from the past 40 years, it is apparent that there is no reason for excessive optimism on the part of Barak Obama’s staff. The American president governs during a historically poor period for the U.S. economy. However, his popularity could be even worse, and many things can change in 12 months. The 45-46 percent approval rating that Obama received recently is a little higher than his third-quarter average in 2011. The most significant factors in his re-election are his momentum heading into the 2012 presidential election and the name of his Republican opponent.
For example, after about one thousand days into their terms, according to Gallup, Presidents R. Nixon and R. Reagan had modest approval ratings (49 percent) — roughly one year out from their re-election triumphs in 1972 and 1984, respectively. The fact that they competed against McGovern and Mondale, two weak candidates, played a significant role in their re-elections. Bill Clinton belongs at the same category: He had an approval rating of 49 percent one year before his 1996 victory over Bob Dole.
The most important lesson comes from George Bush, Sr. He was at his highest in the opinion polls (62 percent) one year out from his 1992 loss, but Gulf War victory euphoria vanished because of public dissatisfaction over the recession. Unemployment in 1991 was 7 percent — two points lower than it is now. GDP growth in the third quarter of 1991 was 1.7 percent — up from negative 1.9 in the first quarter. The 2.5 percent GDP growth in the third quarter of 2011 seems comparatively very good. However, Clinton managed to conduct a successful campaign against Bush over the 1992 recession, despite a 4 percent increase in GDP that year.
Among such statistical evidence, Barak Obama seems to balance precariously. Given the historically high unemployment rate, it’s amazing that his job approval rating isn’t lower. Obama’s personal approval rating remains high — nearly 70 percent. However, the latter makes him vulnerable to Mitt Romney’s rise in the polls, arguing: Nice guy, good family, but it’s time to give someone else a chance to turn the economy around.
The anemic economy shows signs of recovery, but not quickly enough to considerably increase consumer confidence. Also, the continuous economic turmoil of the EU threatens to “cancel out” any hope for recovery. While unemployment will hopefully decline to 8 percent or even lower, it’s hard to imagine the kind of GDP growth that boosted Reagan in 1984 or Clinton in 1996. “The worst is over” is not a very inspired re-election slogan.
Similarly, the recent bump in approval ratings that Obama has enjoyed — from 41 to 45 percent — is no reason for celebration in the White House. Three factors could make it fade, but they are liable to change. The first is vindication of his intervention in Libya (foreign policy is an unexpectedly bright spot for this administration). The second is the dispute and chaos among Republican candidates. The third is the positive economic data (even if not excessively good).
There is no need for a crystal ball or huge quantity of data to say that the 2012 presidential election will be very close. By any historical measure, Barak Obama will be a very vulnerable incumbent. Nevertheless, he has endured against strong “economic winds” without his popularity being completely destroyed and, furthermore, he has the advantage of a very weak Republican field. But it is a fact that if one week is a long time in politics, then one year is a life-time.
Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΥΣΚΟΛΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΤΟΥΣ «ΔΕΙΚΤΕΣ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ.
Ευάλωτη η υποψηφιότητα Ομπάμα
Κάποιοι από τους πιο οξυδερκείς επαγγελματίες πολιτικούς και αναλυτές πιστεύουν ότι οι πιθανότητες για επανεκλογή ενός αμερικανού προέδρου μπορεί να εκτιμηθούν εξετάζοντας τρία ενδεικτικά στοιχεία-κλειδιά: έγκριση έργου, ανεργία και αύξηση του ΑΕΠ.
Αν συνυπολογιστούν τα τρία παραπάνω στοιχεία, το εκλογικό αποτέλεσμα είναι καθαρό.
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία και εξετάζοντας στοιχεία των τελευταίων 40 χρόνων, εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει λόγος για υπερβολική αισοδοξία στο επιτελείο του Μπαράκ Ομπάμα. Ο αμερικανός πρόεδρος διοικεί σε μια ιστορικά κακή περίοδο για την αμερικανική οικονομία, ωστόσο, τα νούμερα της δημοτικότητάς του μπορεί να είναι χειρότερα και πολλά μπορούν να αλλάξουν μέσα σε 12 μήνες. Το 45%-46% ποσοστό έγκρισης του Μπαράκ Ομπάμα που λαμβάνει αυτή την περίοδο είναι λίγο καλύτερο από τον μέσο όρο του τρίτου τριμήνου του 2011. Ομως η αποδοχή στο πρόσωπό του δεν έχει πέσει ποτέ ξανά τόσο χαμηλά. Ο πιο σημαντικός παράγοντας για την επεκλογή του είναι η δυναμική που θα έχει τις παραμονές των προεδρικών εκλογών το 2012 και, ναι, μετράει και το όνομα του Ρεπουμπλικανού αντιπάλου του.
Για παράδειγμα, με θητεία σχεδόν 1.000 ημερών, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Γκάλοπ, οι πρόεδροι Ρίτσαρντ Νίξον και Ρόναλντ Ρέιγκαν είχαν μέτρια ποσοστά έγκρισης (49%) - σχεδόν έναν χρόνο μετά το θρίαμβό τους στην επανεκλογή τους το 1972 και 1984, αντιστοίχως. Το γεγονός ότι κατέβηκαν εναντίον των Μακ Γκόβερν και Μοντέιλ, δύο αδύναμων υποψηφίων, σίγουρα βοήθησε στην επανεκλογή τους. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο Μπιλ Κλίντον, ο οποίος είχε ποσοστό έγκρισης 49%, έναν χρόνο πριν από τη νίκη του το 1996 επί του Μπομπ Ντόουλ.
Το μεγαλύτερο μάθημα έρχεται από τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο. Ηταν στα ύψη από πλευράς δημοτικότητας (62%), έναν χρόνο μετά την ήττα του το 1992, όμως η ευφορία από τη νίκη στον Πόλεμο του Κόλπου εξανεμίστηκε από τη σκληρή ύφεση και τη δυσαρέσκεια των πολιτών. Η ανεργία το 1991 ήταν, στο 7% - δύο μονάδες χαμηλότερη από τώρα. Η αύξηση του ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο του 1991 ήταν 1,7%, υψηλότερη από την αρνητική 1,9% του πρώτου τριμήνου. Το 2,5% αύξηση του ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο του 2011 φαίνεται, συγκριτικά, πολύ καλό. Ομως ο Κλίντον κατάφερε να κάνει επιτυχημένη εκστρατεία κατά του Μπους, κατά τη διάρκεια της ύφεσης του 1992, παρά την αύξηση του 4% στο ΑΕΠ εκείνη τη χρονιά.
Ανάμεσα σ' αυτά τα στατιστικά στοιχεία, ο Μπαράκ Ομπάμα, φαίνεται να ισορροπεί επικίνδυνα. Με δεδομένο το ιστορικά υψηλό ποσοστό ανεργίας είναι αξιοσημείωτο ότι το ποσοστό έγκρισης για τη δουλειά του δεν είναι χαμηλότερο. Το ποσοστό προσωπικής αποδοχής του Ομπάμα παραμένει αρκετά υψηλό -σχεδόν 70%. Ομως αυτό τον κάνει ευάλωτο στον αγώνα της εκλογικής χρονιάς που έχει ξεκινήσει ο Μιτ Ρόμνεϊ με το επιχείρημα: Ωραίος τύπος, καλή οικογένεια, αλλά είναι καιρός να δώσουμε σε κάποιον άλλον την ευκαιρία να βελτιώσει την οικονομία.
Η οικονομία δείχνει αναιμικά σημάδια ανάκαμψης, όμως αυτό δεν συμβαίνει αρκετά γρήγορα ώστε να αυξήσει σημαντικά την εμπιστοσύνη του καταναλωτή. Και η συνεχιζόμενη οικονομική αστάθεια της Ε.Ε. απειλεί να «σβήσει» την όποια ελπίδα ανάκαμψης υπάρχει. Ενώ η ανεργία θα εξακολουθήσει, με αισιόδοξες προβλέψεις, να φθίνει προς το 8% και χαμηλότερα, είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι θα δούμε το είδος της ανάπτυξης του ΑΕΠ που τόνωσε τον Ρέιγκαν το 1984 ή τον Κλίντον το 1996. «Τα χειρότερα πέρασαν», δεν είναι και το πιο εμπνευσμένο σλόγκαν για επανεκλογή.
Ομοίως, το πρόσφατο τράνταγμα στα ποσοστά έγκρισης που απολαμβάνει ο πρόεδρος Ομπάμα -από 41% έως 46%- δεν είναι κάτι για το οποίο μπορούν να πανηγυρίζουν στον Λευκό Οίκο. Οφείλεται σε τρεις παράγοντες που μπορεί να «ξεθωριάσουν»: η υπεράσπιση της επέμβασής του στη Λιβύη (η εξωτερική πολιτική είναι ένα απροσδόκητα φωτεινό σημείο σε αυτή την κυβέρνηση), η «φαγωμάρα» και το χάος που επικρατεί μεταξύ των Ρεπουμπλικανών υποψηφίων και, ναι, τα μετρίως θετικά οικονομικά δεδομένα.
Δεν χρειάζεται κρυστάλλινη σφαίρα -ή σωροί δεδομένων- για να πει κανείς ότι η κούρσα των προεδρικών εκλογών του 2012 θα εξελιχθεί «στήθος με στήθος». Με όποιο ιστορικό μέτρο, ο Μπαράκ Ομπάμα θα είναι ένας πολύ ευάλωτος υποψήφιος. Παρ' όλα αυτά, άντεξε σε σφοδρούς οικονομικούς ανέμους χωρίς η δημοτικότητά του να καταρρεύσει ολοσχερώς και έχει και το συγκριτικό πλεονέκτημα ενός αδύναμου ρεπουμπλικανικού χώρου. Ομως, εάν μία εβδομάδα είναι μεγάλο χρονικό διάστημα στην πολιτική, ένας χρόνος είναι μια ολόκληρη ζωή.
This post appeared on the front page as a direct link to the original article with the above link
.